Θυμάμαι από το σημείο όπου ξυπνώ στο υπνοδωμάτιο μου και γυρίζω δεξιά και μου φαίνεται πως μπορώ να δω κίνηση μέσα από τις τρύπες στα τούβλα που δημιουργούν έναν τοίχο περίπου 3μέτρα ύψος+πλάτος και καμιά 20 μήκος. Κανονικά στη μέση (στα 10 μέτρα) θα έπρεπε να υπάρχει κανονικός τοίχος οπότε ξανακοιτάω για να δω αν η ισχύει η αίσθηση μου - ότι δηλαδή ο τοίχος ανάμεσα στα τούβλα είχε πέσει. Κοιτάζοντας βλέπω μια κυρία κάπου μεταξύ 50-60χρονών, που την ξέρω στην πραγματικότητα αλλά την έχω δει 3-4φορές στη ζωή μου, και η οποία ήταν ξαπλωμένη και κάπνιζε κοιτάζοντας με μέσα από τις τρύπες.
Μετά εντελώς άλλη σκηνή:
Σ' ένα σπίτι που υποτίθεται πως ήταν το πατρικό μου αλλά καμία σχέση δεν είχε με αυτό, βρισκόμασταν πολλά άτομα. Το σπίτι ήταν ουσιαστικά ένα πολύ μεγάλο στενόμακρο δωμάτιο, οι τοίχοι ήταν άσπροι και κακοφτιαγμένοι (ανεπίπεδοι) και η πόρτα ήταν από ένα αδιαφανο γυαλί σε κύβους (όπως το γυαλί σε κάτι ποτήρια που είχε η γιαγιά μου) και μέταλλο. Όπως καθόμαστε οι κάμποσοι και μιλάμε καταφθάνει ένα αμάξι από το οποίο βγαίνουν δεκάδες άτομα εισέρχονται στο σπίτι και χαιρετούν τον καθένα μας προσωπικά με χειραψία. Δεν θυμάμαι πλέον τα άτομα - όταν ξύπνησα όμως θυμόμουν αρκετούς. Μερικοί μου ήταν αντιπαθείς και αρνήθηκα να τους χαιρετήσω. Επίσης θυμάμαι πως εκεί ήταν και η κυρία με την οποία είχαμε προηγουμένως κοιταχτεί μέσα από τα τούβλα, αλλά δεν θυμάμαι αν ήταν από την αρχή, ή αν κατέβηκε από το αυτοκίνητο.
Έπειτα βρίσκομαι σ' ενα αμάξι και οδηγώ προς κάποιο χωριό όπου θα συναντηθώ με έναν φίλο. Οι δρόμοι είναι κυρίως χωμάτινοι και στριφτοί και εφόσον πηγαίνω στα ορεινά, στα αριστερά μου βλέπω ωραία θέα.Κάποια στιγμή καθώς οδηγώ ανηφορικά στο χωματόδρομο βλέπω σε καρέκλες να κάθονται διάφοροι άντρες, ανάμεσα τους κι ο μπαμπάς μου, σ' ένα σημείο που υπήρχε χωρος (πως πλαταίνει σε μερικά σημεία ο περιφερειακός δρόμος και μπορείς να σταθμεύσεις να δεις λίγο τη θέα ή τέλος πάντων να κάνεις ότι άλλο θες;) Μιλάω λίγο με τον μπαμπά και μετά μπαίνει στο αμάξι μου για να τον πάω στο σπίτι της γιαγιάς (της μάνας του) να κατέβω κι εγώ για λίγο να δω τους γέρους. Από το τοπίο με τους χωμάτινους δρόμους κλπ, βρισκόμαστε με το αμάξι έξω από το σπίτι στο χωρίο όπου παραδόξως έχουν τοποθετήσει κάτι κάγκελα στην μέση του δρόμου που είναι κατηφορικός. Λέω στον μπαμπά μα πως τους ήρθε να βάλουν τέτοια πράγματα στην μέση του δρόμου..και πατάω φρένο όμως το αυτοκίνητο γλιστράει αργά και περνάει η αριστερή του πλευρά μέσα από τα κάγκελα, αλλά μετά το αυτοκίνητο ξαναγλιστράει προς τα πίσω δίχως να έχει υποστεί καμιά φθορά - διαπέρασε τα κάγκελα ωσάν φάντασμα.
Ύστερα ξαναβρίσκομαι στον περιφερειακό ανηφορικό χωματόδρομο με τις στροφές και σ'ενα σημείο όπου και πάλι υπάρχει χώρος που θα μπορούσαν να σταθμέυσουν αυτοκίνητα σταματάω και δίχως να βγω από το αμάξι παίρνω τον φίλο μου τηλέφωνο για να του πω που είμαι και για να μου δώσει οδηγίες να φτάσω στο σημείο που βρίσκεται...στο μεταξύ παρατηρώ μπροστά μου ένα σύμπλεγμα από τεραστίων διαστάσεων γκρι προτομές - σαν καλυμμένες από ειδική ομίχλη που σκέπαζε μόνο εκείνες. Ανάμεσα τους ένα κανονικό ολόσωμο άγαλμα δίχως ομίχλη.
Απαντάει λοιπόν το τηλέφωνο ο φίλος και του λέω πως χρειάζομαι οδηγίες από δω και μπρος:
-που είσαι;
-εδώ στις προτομές..
-ποιες προτομές;
-είναι όλες γκρι - δεν μπορώ να καταλάβω ποιοι υποτίθεται πως είναι - εκτός από το άγαλμα του Τιτζιάνο στη μέση
(στο μεταξύ το άγαλμα δεν ήταν του Τιτζάνο αλλά του Τάνζτιο - του αγοριού από τον Θάνατο στη Βενετία...)
[τότε χτύπησε το ξύπνητήρι και ήταν από τις ελάχιστες φορές που δεν είχα ήδη ξυπνήσει].
4 σχόλια:
Τι χρώμα ήταν το αμάξι;
Νομίζω πως την ώρα που ήμουν έξω που το σπίτι της γιαγιάς ήταν κόκκινο
ενώ τζιαμέ στες προτομές γκρι-σκούρο (μολυβί.
Γενικά εν θυμούμαι όμως...
Έβκαλες κανένα συμπέραζμαν;
:D
θα φάγατε πολύ Τομας Μαν το βράδυ..
Κ.Κ.Μ.
με βισκόντι για σάλτσα...
Δημοσίευση σχολίου